- γανύματα
- γανύματα· ἀρτύματα, AB230 (A
γανύρμ- Hsch.
). [full] γανυρόν· λευκόν, ἡδύ, ἱλαρόν, Hsch.:—also [full] γανερόν, EM223.46.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γανύρμ- Hsch.
). [full] γανυρόν· λευκόν, ἡδύ, ἱλαρόν, Hsch.:—also [full] γανερόν, EM223.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.